- τετεχνημένως
- Αεπίρρ. με τέχνη, τεχνηέντως («ὠνομάσθη δὲ ἀπό τοῡ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι», Ετυμολογικόν Μέγα).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετεχνημένος τού τεχνῶ «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.